Ιρλανδία, Βόρεια

Ιρλανδία, Βόρεια
(Northern Ireland). Νησιωτική περιοχή (14.147 τ. χλμ., 1.685.267 κάτ. το 2001) του Ηνωμένου Βασιλείου με πρωτεύουσα το Μπέλφαστ. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα της νήσου της Ιρλανδίας και αποτελείται από τις 6 εκ των 9 κομητειών της ιστορικής επαρχίας Όλστερ· συχνά αποκαλείται Όλστερ. Το λιμάνι του Μπέλφαστ είναι η μεγαλύτερη πόλη της Β.Ι. και μεγάλο εμπορικό, πνευματικό και βιομηχανικό κέντρο. Η δεύτερη μεγάλη πόλη είναι το Λοντοντέρι (Londonderry), γνωστό και ως Ντέρι, που βρίσκεται κοντά στα βορειοδυτικά σύνορα με το Ντόνεγκαλ. Βλ. λ. Ηνωμένο Βασίλειο. Ο Ατοτάρο, αρχηγός των Ονοντάγκα και υπέρμαχος της ιροκεζικής ομοσπονδίας, σε σχέδιο του Σεθ Ίστμαν από ινδιάνικο πρωτότυπο. Η Βόρεια Ιρλανδία καλύπτει το βορειοανατολικό τμήμα του ομώνυμου νησιού. Στη φωτογραφία, οι βασαλτικές στήλες του Giant’s Caseway (λιθόστρωτο του γίγαντα) στη βόρεια ακτή. Στιγμιότυπο από την ετήσια παρέλαση του Τάγματος της Οράγγης, στο Πορταντάουν της Βόρειας Ιρλανδίας (φωτ. ΑΠΕ). Στιγμιότυπο από την ετήσια παρέλαση του Τάγματος της Οράγγης, στο Πορταντάουν της Βόρειας Ιρλανδίας (φωτ. ΑΠΕ).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Ιρλανδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιρλανδίας Έκταση: 70.280 τ. χλμ. Πληθυσμός: 3.883.159 (2002) Πρωτεύουσα: Δουβλίνο (495.102 κάτ. το 2002)Νησιωτικό κράτος της βορειοδυτικής Ευρώπης. Καλύπτει τα πέντε έκτα της έκτασης του ομώνυμου νησιού που… …   Dictionary of Greek

  • βόρεια φυλή — Τον όρο β.φ. (nordic) χρησιμοποίησε πρώτος ο ανθρωπολόγος Ντένικερ για να χαρακτηρίσει τον ανθρώπινο τύπο που διακρίνεται για το στενό του κρανίο (δολιχοκέφαλο) και το ανοιχτό χρώμα του και είναι διαδεδομένος ιδιαίτερα στις χώρες της βόρειας… …   Dictionary of Greek

  • Όλστερ — (Ulster). Ιστορική ονομασία της βόρειας Ιρλανδίας. Bλ. λ. Ιρλανδία, βόρεια …   Dictionary of Greek

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • ερκύνια ορεογένεση ή βαρίσκιος — Το σύνολο των πτυχώσεων του φλοιού της Γης οι οποίες έγιναν κατά τη διάρκεια του λιθανθρακοπερμίου (παλαιοζωικός αιώνας), σε διάστημα περίπου 200 280 εκατομμυρίων ετών. Ο όρος ερκύνιος είναι γαλλικός, ενώ ο βαρίσκιος γερμανικός. Κατά τον Γερμανό… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • ΙΡΑ — (αγγλ. Irish Republican Army, ιρλανδ. Οglaigh na Éireann = Ιρλανδικός Δημοκρατικός Στρατός). Ιρλανδική εθνικιστική παραστρατιωτική οργάνωση. Ιδρύθηκε το 1919, όταν ψηφίστηκε ο νόμος περί Κυβερνήσεως της Ιρλανδίας. Σύμφωνα με αυτόν, η περιοχή του… …   Dictionary of Greek

  • Κέλτες — Λαός της κεντρικής Ευρώπης, ο οποίος, από τη 2η χιλιετία π.Χ., άρχισε να μεταναστεύει σε διάφορες περιοχές της Ευρώπης. Οι Κ., έπειτα από αλλεπάλληλες μεταναστεύσεις, έφτασαν στην Ιβηρική χερσόνησο, στα Βρετανικά νησιά και στην Ιταλία (κατάληψη… …   Dictionary of Greek

  • δεβόνιο — Γεωλογική περίοδος του παλαιοζωικού αιώνα, η οποία ακολουθεί το σιλούριο και προηγείται του λιθανθρακοφόρου. Περιλαμβάνει τη χρονική περίοδο από την εξαφάνιση των πραγματικών γραπτολίθων, έως την εμφάνιση του productus και του πρώτου αντιπροσώπου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”